- Ρωμαΐς
- -ίδος, ἡ, Αμτγν. θηλ. τού Ρωμαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥώμαις — ῥώμη bodily strength fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Byzantine Empire — This article is about the medieval Roman empire. For other uses, see Byzantine (disambiguation). Roman Empire Βασιλεία Ῥωμαίων, Ῥωμανία Basileia Rhōmaiōn, Rhōmanía Imperium Romanum, Romania … Wikipedia
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
συναπομαραίνομαι — Α [ἀπομαραίνομαι] μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek